- στιχόμετρο
- το, Ν(γραφ. τεχν.) αριθμημένος σε στιγμές και τετράγωνα τών δώδεκα στιγμών κανόνας για τη μέτρηση τών στίχων, τού μεγέθους τών τυπογραφικών στοιχείων και τών διαστημάτων σε ένα στοιχειοθετημένο κείμενο, αλλ. στιγμόμετρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + μέτρο].
Dictionary of Greek. 2013.